- αντεπιχειρώ
- ἀντεπιχειρῶ (-έω) (Α)1. επιχειρώ και εγώ από την πλευρά μου2. κάνω αντεπίθεση, αντεπιτίθεμαι3. προσπαθώ να αποδείξω το αντίθετο4. τα αντεπιχειρούμεναεριστικά επιχειρήματα για απόδειξη της αλήθειας ή για έλεγχο των παραπλανητικών επιχειρημάτων.
Dictionary of Greek. 2013.